-
1 каменистый
камен||истыйприл λιθώδης, πετρώδης:\каменистыйистая почва τό πετρώδες Εδαφος. -
2 каменистый
επ., βρ: -ист, -а, -оπετρώδης, λιθώδης•-ая почва πετρώδες έδαφος.
-
3 грунт
1. (земля, почва) το έδαφος, η γηслабый - αδύνατο/μαλακό -2. стр. το χώμα""перемещать - μετατοπίζω το -утрамбовывать - πατώ/συμπιέζω το -3. (штукатурный) η πρώτη στρώση του σοβατίσματος 4. (в живописи) η πρώτη στρώση, το υπόστρωμα 5. (антикоррозийный) το αντισκωριακό υπόστρωμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > грунт